Το ποπ κορν, το πιο δημοφιλές snack σήμερα, ήταν γνωστό ακόμη και στους κατοίκους των σπηλαίων. Το παλαιότερο εύρημα που έχει ανακαλυφθεί χρονολογείται το 3600 π.Χ. και ανακαλύφθηκε το 1948 – 1950 στη σπηλιά Bazacharit στο Νέο Μεξικό. Η μεταβολή της μάζας του σπόρου του καλαμποκιού κατά την θερμική του επεξεργασία ήταν γνωστή από τότε. Η χρήση του δεν είχε να κάνει μόνο με τη διατροφική του αξία καθώς παρασκεύαζαν με αυτό σούπες και ποτά, αλλά χρησιμοποιούνταν και σαν τελετουργικό εργαλείο σε θρησκευτικές τελετές. Το συναντάμε πολύ έντονα σε τελετές των Αζτέκων Ινδιάνων στο Νέο Μεξικό αλλά και στο Περού. Οι ιθαγενείς το επεξεργάζονταν είτε τοποθετώντας σπόρους καλαμποκιού επάνω σε κλαδιά και εν συνεχεία τα τοποθετούσαν σε γυμνή φλόγα, είτε ανακατεύοντας τους σπόρους με άμμο που στη συνέχεια την θέρμαιναν με φωτιά.
Πολύ αργότερα στις αρχές του 18ου αιώνα χρησιμοποιήθηκαν στη θερμική του επεξεργασία λιπαρές ύλες δηλ. λίπη και έλαια. Η σπουδαιότητά του στις θρησκευτικές τελετές των ιθαγενών ήταν μεγάλη καθώς κατασκεύαζαν με αυτό περιδέραια και κοσμήματα με τα οποία κοσμούσαν αγάλματα των Θεών τους αλλά και τις κόμες των γυναικών που λάμβαναν μέρος στις τελετές αυτές. Υπήρχαν μάλιστα εξειδικευμένοι θρησκευτικοί χοροί που το χρησιμοποιούσαν σαν αξεσουάρ σε τελετές λατρείας σε Θεότητες του νερού, της γονιμότητας κ.λ.π. Θεωρείται ότι σαν προϊόν γεννήθηκε στην Αμερικανική ήπειρο και η διάδοσή του στην Ευρώπη έγινε μέσω των Ευρωπαίων αποικιοκρατών που ταξίδευσαν στην νέα ήπειρο και ήρθαν σε επαφή με τους ιθαγενείς και τον πολιτισμό τους.
Συγκεκριμένα Το 1519 μ.Χ. ο Cortes εισβάλοντας στο Μεξικό γνώρισε το προϊόν από τους Αζτέκους ιθαγενείς και κάπως έτσι το έμαθε και ο Χριστόφορος Κολόμβος. Υπάρχει έγγραφη αναφορά ότι στις 22 Φεβρουαρίου 1630 ένας ιθαγενής ινδιάνος ονόματι Κουαντανέκα από την φυλή των Γουαμπανοάκ μετέδωσε την τέχνη της παρασκευής του ποπ κορν σε βρετανούς στο Πλίμουθ της Μασαχουσέτης. Έγινε έτσι γνωστό στην Ευρώπη γοητεύοντας με την γεύση του τους Ευρωπαίους οι οποίοι το έτρωγαν ως πρόγευμα συνοδεύοντάς το με ζάχαρη. Η εξάπλωσή του στην Αμερικανική ήπειρο ήταν ακόμη μεγαλύτερη και η καλλιέργεια του καλαμποκιού για παρασκευή ποπ κορν κατέλαβε πολύ σύντομα ένα μεγάλο μέρος της γεωργίας της, δίνοντάς της έως και σήμερα τα σκήπτρα του μεγαλύτερου παραγωγού παγκοσμίως. Αργότερα το ποπ κορν έγινε το απαραίτητο συνοδευτικό στο δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών.
Στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα το ποπ κορν έχει γίνει στην Αμερική ήδη πολύ δημοφιλές μέσω των υπαίθριων – πλανόδιων πωλητών που πουλούν το προϊόν σε πανηγύρια, καρναβάλια, πάρκα και γενικά σε χώρους όπου υπήρχε συνάθροιση κόσμου. Στην ανάπτυξη του προϊόντος συνέβαλε και η κατασκευή της πρώτης φορητής μηχανής ποπ κορν από τον Charles Creators παρουσιαζόμενη για πρώτη φορά το 1893 σε έκθεση στο Σικάγο. Την περίοδο της οικονομικής ύφεσης στις αρχές του 19ου αιώνα και ενώ το δυσμενές οικονομικό κλίμα δυσκόλευε την επιβίωση των επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις που ασχολούνταν με το ποπ κορν ανθούσαν λόγω της χαμηλής τιμής πώλησης του προϊόντος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα γνωστού τραπεζίτη από την Οκλαχόμα που την συγκεκριμένη περίοδο λόγω της οικονομικής κρίσης έχασε τόσο την τράπεζά του όσο και όλα του τα ακίνητα.
Αγοράζοντας ένα μηχάνημα ποπ κορν και πουλώντας ποπ κορν από ένα μικρό κατάστημα κοντά σε ένα θέατρο κατάφερε σε δύο χρόνια να εξοικονομήσει χρήματα ώστε να επανακτήσει τρεις από τις εκμεταλλεύσεις που είχε χάσει. Με την εξάπλωση της κινούμενης εικόνας (κινηματογράφος) το προϊόν μεταφέρεται εντός των κινηματογραφικών αιθουσών αν και στην αρχή υπήρξε αντίδραση από τους αιθουσάρχες που δεν επιθυμούσαν το προϊόν εντός των αιθουσών λόγω του θορύβου που δημιουργείται κατά την παρασκευή του και της απόσπασης της προσοχής των θεατών κατά την διάρκεια της προβολής.
Η απαίτηση όμως του κόσμου για ποπ κορν κατά την διάρκεια της προβολής ανάγκασε τους αιθουσάρχες να υιοθετήσουν την παρασκευή και πώληση του ποπ κορν εντός των κινηματογραφικών αιθουσών αποφέροντας τους μάλιστα και σημαντικά κέρδη. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει αλλάξει έως και σήμερα. Κατά την διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου η γεύση του ποπ κορν αλλάζει και από γλυκιά γίνεται αλμυρή. Αυτό συνέβη λόγω της έλλειψης ζάχαρης που δημιουργήθηκε στην αγορά, καθώς όλα τα αποθέματα της ζάχαρης χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του πολέμου.
Η αντικατάσταση της ζάχαρης από το αλάτι απογείωσε στην κυριολεξία τις πωλήσεις ποπ κορν και έκανε τους Αμερικανούς να καταναλώνουν τρεις φορές μεγαλύτερες ποσότητες απ’ ότι πριν. Τη δεκαετία του 1950 και λίγο αργότερα, λόγω της εξάπλωσης της τηλεόρασης ο κινηματογράφος γνωρίζει μία βαθιά ύφεση και αυτό έχει σαν συνέπεια και την μείωση της κατανάλωσης ποπ κορν σε σημαντικό βαθμό αφού ο κινηματογράφος πλέον είχε συνδεθεί με την κατανάλωση του προϊόντος. Η έξοδος του κινηματογράφου από την κρίση αλλά και το γεγονός ότι το ποπ κορν μπήκε με διάφορους τρόπους παρασκευής στα σπίτια του κόσμου (ηλεκτρικές εστίες, φούρνοι μικροκυμάτων, φορητές συσκευές παρασκευής του), επανάφερε την δημοτικότητα του προϊόντος και σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό απ’ ότι πριν. Σήμερα το ποπ κορν είναι το πιο δημοφιλές snack παγκοσμίως και καταναλώνεται σε όλο και περισσότερους χώρους από τους μικρούς αλλά και μεγάλους του φίλους.
Η κατανάλωσή του συνδυάζεται με την παροχή θεάματος (κινηματογράφος – θέατρο – γήπεδο κ.λ.π.) αλλά και όχι μόνο. Η μεγαλύτερη κατανάλωσή του γίνεται στην πατρίδα του δηλ. στην Αμερική καθώς ετησίως καταναλώνονται περίπου 16 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ποπ κορν. Δηλαδή ο μέσος Αμερικανός τρώει περίπου 51 λίτρα ποπ κορν ετησίως. Όσον αφορά την Ελλάδα η μέση ετήσια κατανάλωση ανά κάτοικο είναι περίπου στα 4 λίτρα ποπ κορν ετησίως .